- χαυνοῖ
- χαυνόωmake flaccidpres ind mp 2nd sgχαυνόωmake flaccidpres opt act 3rd sgχαυνόωmake flaccidpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαῦνοι — χαῦνος porous masc nom/voc pl χαῦνος porous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαυνώνω — χαυνῶ, όω, ΝΜΑ [χαῡνος] νεοελλ. (μτβ.) επιφέρω χαύνωση, προξενώ πνευματική ή σωματική νωθρότητα («η τηλεόραση τόν χαυνώνει») μσν. 1. μτφ. εξασθενίζω κάτι («εἰρήνη χαυνοῑ τὴν πολιτείαν», Ιω. Λυδ.) 2. παθ. χαυνοῡμαι, όομαι γίνομαι μαλακός («ἡ γῆ… … Dictionary of Greek